- συριγγίου
- συρίγγιονlittle reedneut gen sgσυριγγίαςused for making pipesmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek
ηπατοστομία — η ιατρ. η εγχειρητική διάνοιξη χοληφόρου συριγγίου ή αναστόμωση τού ήπατος με τον πεπτικό σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatostomy < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + stomy (πρβλ. στομία < στομος < στόμα)] … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
συρίγγωση — η / συρίγγωσις, ώσεως, ΝΑ [συριγγῶ, οῦμαι] ιατρ. ο σχηματισμός συριγγίου και, κυρίως, η μετατροπή τραύματος ή άλλης πληγής σε συρίγγιο … Dictionary of Greek
συριγγιοτομία — και συριγγοτομία, η, Ν ιατρ. διατομή συριγγίου με τον συριγγοτόμο, που γίνεται με σκοπό τη θεραπεία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίγγιο + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. φλεβο τομία] … Dictionary of Greek
συριγγογραφία — η, Ν ιατρ. ακτινολογική απεικόνιση συριγγίου … Dictionary of Greek
κοκκυγικό συρίγγιο — Βοθρίο στο δέρμα, που συνήθως περιέχει τρίχες στο επάνω τμήμα της σχισμής ανάμεσα στους γλουτούς και προκαλείται από θυλάκια τριχίων που φυτρώνουν προς τα μέσα. Ένα κ.σ. μπορεί να μολυνθεί, προκαλώντας πόνο και έκκριση πύου. Η θεραπεία γίνεται με … Dictionary of Greek